- οροσειρά
- ησειρά από συνεχόμενα όρη, αλλ. βουνοσειρά: Η οροσειρά της Πίνδου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οροσειρά — η σειρά συνεχόμενων ορέων, μεγάλη σύνθετη ράχη ή αλληλουχία ράχεων τού γήινου φλοιού που έχουν σαφή σχέση και αποτελούν μια αρκετά συνεχή και συμπαγή ενότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < όρος (ΙΙ) + σειρά. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 σον Ν. Θ. Σχινά] … Dictionary of Greek
Κούλας, οροσειρά — Οροσειρά (1.827 μ.) της Θράκης, με ψηλότερη κορυφή το Γυφτόκαστρο, μέρος του ορεινού όγκου της δυτικής Ροδόπης, στα όρια των νομών Ξάνθης και Δράμας, στα σύνορα με τη Βουλγαρία … Dictionary of Greek
Ροδόπης, οροσειρά — Μεγάλη οροσειρά της Βαλκανικής χερσονήσου. Αποτελεί προέκταση του Αίμου, με κατεύθυνση από ΒΔ στα ΝΑ και χωρίζει τις κοιλάδες των ποταμών Έβρου και Νέστου. Οι κορυφές Ρίλος (υψόμ. 2.673 μ.) και Μουσαλά (υψόμ. 2.925 μ.) ενώνουν τη Ρ. με τον Αίμο.… … Dictionary of Greek
Άνδεις — Οροσειρά που εκτείνεται χωρίς διακοπή σε όλο το μήκος της δυτικής πλευράς της Νότιας Αμερικής και αποτελεί τον υδροκρίτη μεταξύ Ειρηνικού και Ατλαντικού ωκεανού. Η οροσειρά αυτή χαρακτηρίζεται από μάλλον ακανόνιστο ανάγλυφο, που σχηματίζεται από… … Dictionary of Greek
Αδέρες — Οροσειρά στον νομό Αργολίδος, στο νοτιοανατολικό τμήμα της αργολικής χερσονήσου. Η οροσειρά ενώνεται στα δυτικά με τα όρη Ορθολίθιο και Δίδυμα και στα ανατολικά καταλήγει στο ακρωτήριο Σπαθί ή Σκυλί, το αρχαίο Σκύλλαιον. H ψηλότερη κορυφή έχει… … Dictionary of Greek
Αράβαλι — Οροσειρά μεγάλης γεωλογικής ηλικίας της βορειοδυτικής Ινδίας, μήκους περίπου 500 χλμ. Εκτείνεται στην περιοχή του Ρατζαστάν, μεταξύ της ερημικής πεδιάδας του Γκουτζάρατ και του κεντρικού υψιπέδου, έως το νοτιοδυτικό τμήμα της πόλης Δελχί. Η Α.… … Dictionary of Greek
Δίκτη — Οροσειρά (υψηλότερη κορυφή 2.148 μ.) της Κρήτης. Εκτείνεται σε μήκος 9 10 χλμ. και πλάτος 5 6 χλμ. και έχει σχήμα πετάλου. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νησιού και περικλείει την υψηλή καρστική λεκάνη, το εύφορο και πυκνοκατοικημένο οροπέδιο… … Dictionary of Greek
Τρόοδος — Οροσειρά της Κύπρου, που εκτείνεται στο νότιο, το νοτιοδυτικό και σε ένα μέρος του κεντρικού τμήματος του νησιού. Η οροσειρά αποτελείται από αποσαθρωμένα ηφαιστειογενή πετρώματα του τριτογενούς και του μειόκαινου, τα οποία περικλείουν… … Dictionary of Greek
ωρομέδων — Οροσειρά (υψόμ. 878 μ.) που διασχίζει την Κω, με διεύθυνση από τα Δ προς τα N, και η οποία καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του νησιού. Στην υψηλότερη κορυφή της βρίσκεται η Μονή του Χριστού Δικαίου, γι’ αυτό και η κορυφή ονομάζεται Δικαίος. Άλλες… … Dictionary of Greek
Αβαρείμ ή Αβαρίμ — Οροσειρά της Παλαιστίνης ΝΑ της Νεκρής Θάλασσας, γνωστή από την Παλαιά Διαθήκη. Στα όρη αυτά είχαν κατασκηνώσει οι Εβραίοι στη διάρκεια των περιπλανήσεών τους στις ερήμους, πριν φτάσουν στην Ιεριχώ (Αριθμ. 33, 47 48). Σε μια από τις κορυφές της… … Dictionary of Greek